κατάστατον

κατάστατον
κατάστᾱτον , καθίστημι
set down
aor ind act 2nd dual (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταστατόν — kind of cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστατό — το (Α καταστατόν) το άμυλο νεοελλ. 1. το αλεύρι που προέρχεται από τον καρπό τού ρυζιού και χρησιμοποιείται για κολλάρισμα υφασμάτων 2. το ρευστό καθίζημα που μένει μετά τον βρασμό 3. η πυτιά τού γιαουρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. τού άχρηστου στα άλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”